- τούνδρα
- Περιοχή ιδιαίτερης εδαφικής μορφολογίας των βόρειων ακτών της Ευρασίας και της Βόρειας Αμερικής, καθώς επίσης και
εκτάσεις μεταξύ των παγετώνων και των πολικών εδαφών. Η τ. είναι γενικά περιοχή στην οποία επικρατούν τα βρύα, τα σφάγνα και οι
λειχήνες. Το έδαφος, που είναι διαρκώς παγωμένο και από το οποίο ξεπαγώνει μόνο ένα πολύ λεπτό στρώμα (περίπου 10 εκ.) κατά το
βραχύτερο πολικό καλοκαίρι, στερείται ικανοποιητικού αερισμού, γι’ αυτό και είναι όξινο και τυρφώδες, εξαιτίας της ατελούς οξείδωσης
των οργανικών ουσιών. Το γεγονός εμποδίζει την ανάπτυξη πολλών ειδών, κυρίως φανερόγαμων, ενώ κυριαρχούν τα κρυπτόγαμα,
βρύα και λειχήνες στα εδάφη που πλημμυρίζουν λιγότερο και σφάγνα σε αυτά που έχουν κάπως τη μορφή τελμάτων. Φυτρώνουν
επίσης διάφοροι ερικίδες, μικρά είδη βετούλης και ιτιές - νάνοι. Τα δέντρα σπανίζουν καθώς και τα ποώδη φυτά.
Η πανίδα της τ. αντιπροσωπεύεται από αποδημητικά πτηνά και μερικά μαστοφόρα κυρίως λευκές αλεπούδες, λύκους, ταράνδους,
καριμπού και αρκτικούς λαγούς. Μερικά αραχνοειδή και μαλάκια συμπληρώνουν την πανίδα, και σπανιότερα, ζωοτόκες σαύρες.
* * *και τούντρα, η, Ν1. φυτικοί σχηματισμοί αποτελούμενοι κυρίως από βρύα, λειχήνες, μικρούς θάμνους και νανώδη δένδρα τών υποπολικών περιοχών τής Σιβηρίας, τού βόρειου Καναδά και τής Γης τού Πυρός2. φρ. «κλίμα τούνδρας»(μετεωρ.) κλίμα αρκετά ψυχρό που δεν επιτρέπει την ανάπτυξη τών δένδρων χωρίς όμως το έδαφος να είναι μονίμως καλυμμένο από πάγο ή χιόνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. tundra, λ. φινλανδο-ουγγρικής προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.